- καθέστηκα
- (είς κίνδυνον) я попал
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
καθέστηκα — καθίστημι set down perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεστήκασι — καθεστήκᾱσι , καθίστημι set down perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεστήκασιν — καθεστήκᾱσιν , καθίστημι set down perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέστηκ' — καθέστηκα , καθίστημι set down perf ind act 1st sg καθέστηκε , καθίστημι set down perf imperat act 2nd sg καθέστηκε , καθίστημι set down perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέστηχ' — καθέστηκα , καθίστημι set down perf ind act 1st sg καθέστηκε , καθίστημι set down perf imperat act 2nd sg καθέστηκε , καθίστημι set down perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεστώς — το 1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα 2. η ισχύουσα κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τής μτχ. καθεστώς τού παρακμ. καθέστηκα τού ρ. καθίστημι] … Dictionary of Greek